ἐφησύχασα

ἐφησύχασα
ἐφησυχάζω
remain quiet
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφησυχάζω — εφησύχασα, εφησυχασμένος, δεν ανησυχώ, επαναπαύομαι: Εφησυχάζεις με τη σκέψη πως δεν έκανες τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφησυχάσασα — ἐφησυχάσᾱσα , ἐφησυχάζω remain quiet aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφησυχάζω — εφησυχάζω, εφησύχασα, εφησυχασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐφησυχάσας — ἐφησυχά̱σᾱς , ἐφησυχάζω remain quiet fut part act fem acc pl (doric) ἐφησυχά̱σᾱς , ἐφησυχάζω remain quiet fut part act fem gen sg (doric) ἐφησυχάσᾱς , ἐφησυχάζω remain quiet aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”